Η ερώτηση του Κώστα Πουπάκη στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ετήσιο δελτίου πληροφοριακού συστήματος «ΕΡΓΑΝΗ»), το 20,4% των Ελλήνων εργαζόμενων αμείβεται με μεικτές αποδοχές που δεν ξεπερνούν τα 500€ ενώ περίπου το 35% λαμβάνει μισθό μέχρι 700€ μεικτά. Αυτά τα στοιχεία διαμορφώνουν συνθήκες αφενός «εκτόξευσης» του αριθμού των φτωχών εργαζομένων στην Ελλάδα και αφετέρου γενίκευσης της φτώχειας στα ελληνικά νοικοκυριά που -σε συνδυασμό και με τα υψηλότατα ποσοστά ανεργίας -έχουν κατά κανόνα μόνο έναν εργαζόμενο.

Σε αυτήν την κατεύθυνση και με γνώμονα τους διακηρυγμένους στόχους της Ε.Ε. για αύξηση της απασχόλησης και μείωση της φτώχειας, ερωτάται η Επιτροπή:

  • Πώς αξιολογεί την παρούσα κατάσταση στην ελληνική αγορά εργασίας καθώς και τον αντίκτυπό της τόσο στην κοινωνική συνοχή, όσο και στην πραγματική οικονομία;
  • Διαθέτει σχετικά στατιστικά στοιχεία για το ύψος των αμοιβών των εργαζομένων στα κράτη μέλη καθώς και αντίστοιχες συγκρίσεις αναφορικά με τα εθνικά όρια φτώχειας;
  • Η ραγδαία πτώση των μισθών στην Ελλάδα παράλληλα με τη διατήρηση σε υψηλά επίπεδα των τιμών για ιδιωτικές δομές συμφιλίωσης της επαγγελματικής με την οικογενειακή ζωή (π.χ. βρεφονηπιακοί σταθμοί) δημιουργούν -με δεδομένη και την αριθμητική ανεπάρκεια των αντίστοιχων κρατικών δομών- σοβαρά αντικίνητρα για την επίμονη αναζήτηση εργασίας και κατά συνέπεια την άνοδο της απασχολησιμότητας. Πώς κρίνει αυτό το γεγονός υπό το πρίσμα του θεμελιώδους στόχου της Ευρωπαϊκής Στρατηγικής «ΕΕ 2020» για αύξηση της απασχολησιμότητας στο 75%;
  • Πόσο κατά την άποψή της συνδέεται η πλήρης ελαστικοποίηση της αγοράς εργασίας στην Ελλάδα με τη μαζική συρρίκνωση των αμοιβών;